- ὀβολός
- обол (мелкая монета)
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ὀβολός — obol masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες … Dictionary of Greek
οβολός — ο 1. αρχαίο αττικό νόμισμα. 2. χάλκινο κέρμα ελληνικής νομισματικής μονάδας, αλλ. πεντάρα. 3. μτφ., συνδρομή μικρής αξίας: Ο οβολός της χήρας. – Προσφέρετε τον οβολό σας (τη συνδρομή σας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Обол — (όβολός) монета, шестая часть драхмы; употреблялся у греков как единица веса и как единица стоимости. Серебряные О. были в ходу уже в доисторическую эпоху: в Гиссарлыке Шлиманн нашел серебряные брусочки, из которых каждый составлял, по весу, 1/3… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ОБОЛ — • Όβολός, см. Nummus, Монеты, I … Реальный словарь классических древностей
ὀβολοῖν — ὀβολός obol masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολοῖς — ὀβολός obol masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολοί — ὀβολός obol masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολοῦ — ὀβολός obol masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολούς — ὀβολός obol masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολῶ — ὀβολός obol masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)